- ταβλάριος
- ὁ, Αγραμματοφύλακας.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tabularius «γραμματοφύλακας»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταβουλ(λ)άριος — ὁ, Α αρχειοφύλακας τής κεντρικής και περιφερειακής διοίκησης τού Βυζαντίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tabularius «γραμματοφύλακας» (πρβλ. ταβλάριος)] … Dictionary of Greek